extra postage - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

extra postage - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
EXtra; Extra (television show); Xtra; Extra (TV newsmagazine); Extra (album); Extra (show); Extra (disambiguation); Extra (TV series); ExtraTV; Extra (TV program); Extra (song); The Extra; The Extra (film)

extra postage      
дополнительная почтовая оплата
imperforate         
  • Separation of imperforate stamps by scissors, knife or tearing often leads to uneven margins on the stamp as in this 1853 stamp of [[Van Diemen's Land]].
  • 1d red]], from Plate 70, perforated with the Archer experimental roulette.
  • Perforated and imperforate versions of the same Austrian stamp of 1920.
  • "Bantam" stamps from South West Africa showing normal and rouletted perforations. Three stamps could be printed using the paper normally used for one. Produced during World War II as an economy measure.
MEANS BY WHICH POSTAGE STAMPS IN A SHEET ARE SEPARATED FROM EACH OTHER
Imperforate; Stamp separation; Rouletting; Archer Roulette; Roulette (paper); Stamp perforation; Stamp perforations; Stamp perf; Stamp perfs; Postage stamp perforation

общая лексика

не имеющий отверстия (напр. о раковине)

непрободенный

медицина

атретический

extra         
extra 1. noun 1) что-л. дополнительное; сверх программы; приплата service, fire and light are extras - за услуги, отопление и освещение особая плата 2) высший сорт 3) экстренный выпуск (газеты) 4) theatr.; cin. статист 5) pl. накладные расходы 2. adj. 1) добавочный, дополнительный - extra duty 2) лишний, излишний she has nothing extra around her waist - у нее безукоризненная талия; ничего лишнего 3) высшего качества 3. adv. 1) особо, особенно 2) дополнительно - charged extra

Ορισμός

ЭКСТРА
... (от лат. extra - сверх, вне), приставка, означающая: сверх, вне, дополнительно.

Βικιπαίδεια

Extra

Extra or Xtra may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για extra postage
1. Bill Sutton said the unnamed driver, a 21–year–old man, "apparently fell asleep after working all night." The driver also may have been speeding, Sutton said. ? A reminder: Extra postage is needed on letters and packages.
Μετάφραση του &#39extra postage&#39 σε Ρωσικά